- προσπλέκεται
- προσπλέκωconnect withpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσπλέκω — ΜΑ πλέκω, συμπλέκω κάτι με κάτι άλλο μσν. παθ. προσπλέκομαι α) (για φίδια) ζευγαρώνω β) προσκολλώμαι σε κάτι αρχ. 1. αναμιγνύω κάτι με ένα φαρμακευτικό παρασκεύσμα 2. παθ. α) εμπλέκομαι σε κάτι («μυθώδη τινὰ προσπλέκεται τοῑς λεγομένοις», Στράβ.) … Dictionary of Greek